DictionaryForumContacts

   Portuguese
Google | Forvo | +
to phrases
coação n
gen. συμμόρφωση
law "προστασία" έναντι χρημάτων; άσκηση πίεσης; αναγκασμός; εξαναγκασμός; παράνομος βία
coação
: 13 phrases in 3 subjects
Employment1
General3
Law9