DictionaryForumContacts

   Portuguese
Google | Forvo | +
to phrases
charco n
environ. νερόλακκος
forestr. βάλτος; έλος; ακατέργαστος χούμος
charcos n
environ. δεξαμενή; κοινοπραξία; λεκάνη; όμιλος
charco
: 1 phrase in 1 subject
Environment1