DictionaryForumContacts

   Portuguese
Google | Forvo | +
to phrases
centralização n
gen. κεντρικός συντονισμός
Braz., comp., MS εσωτερική αντιγραφή
earth.sc. κεντράρισμα; κεντροθέτηση
environ. συγκέντρωση; συγκεντρωτισμός; συγκέντρωση/συγκεντρωτισμός
centralização
: 10 phrases in 5 subjects
Agriculture2
Economy1
General1
Law4
Mechanic engineering2