DictionaryForumContacts

   Portuguese
Google | Forvo | +
to phrases
carenagens n
transp., avia., tech. αεροδυναμικό κάλυμμα
carenagem n
construct. οπίσθιον ράμφος βάθρου
transp. έμμορφο περίβλημα
carenagens
: 33 phrases in 2 subjects
Municipal planning3
Transport30