DictionaryForumContacts

   Portuguese
Google | Forvo | +
noun | verb | to phrases
borne n
gen. πόλοςηλεκτρικός; τερματικό; ακροδέκτης; τέρμα,αφετηρία,σταθμός
agric. σομφόν ξύλον
el. ακροδέκτης συσσωρευτή
energ.ind., el. κύριος ακροδέκτης γείωσης
bornes n
stat., fin., el. πόλοι
borni v
environ., nat.res. χρυσογέρακας (Falco biarmicus)
borne
: 36 phrases in 8 subjects
Agriculture2
Earth sciences9
Electronics13
Mechanic engineering6
Metallurgy1
Natural sciences1
Technology2
Transport2