DictionaryForumContacts

   Portuguese
Google | Forvo | +
to phrases
boneco n
gen. υπόδειγμα έκδοσης μη εκτυπωμένο
commun. μακέτα; ομοίωμα; πρόπλασμα
hobby κούκλα
boneco
: 2 phrases in 2 subjects
Cultural studies1
Hobbies and pastimes1