DictionaryForumContacts

   Portuguese
Google | Forvo | +
to phrases
boné n
industr., construct. πηλίκιο
med. θήκη που χρησιμοποιείται σαν προστατευτικό μέσο κατά της ακτινοβολίας Roe; καλύπτρα; καλύπτρα των εγκεφαλικών σκελών; σκούφος
boné
: 12 phrases in 7 subjects
Environment2
Finances1
Forestry1
Industry3
Life sciences2
Medical1
Transport2