DictionaryForumContacts

   Portuguese
Google | Forvo | +
to phrases
berço n
agric. καλαθάκι για το σερβίρισμα των εμφιαλωμένων οίνων
med. δικτυωτό από μετάλλινο σύρμα το οποίο παρεμποδίζει την επαφή των κλινοσκεπασμάτων με το τραυματισμένο μέλος; κούνια; λίκνο; μικρή κλίνη
"berço" n
mun.plan. κάνιστρο για το σερβίρισμα του κρασιού
berço do motor n
astronaut., transp. Βάσεις κινητήρα
 Portuguese thesaurus
berço n
agric. PANIER-VERSEUR
berço
: 5 phrases in 5 subjects
Coal1
Construction1
Electronics1
Health care1
Mechanic engineering1