DictionaryForumContacts

   Portuguese Greek
Google | Forvo | +
- only individual words found

to phrases
banco n
gen. δέσμη; ομάς
econ. τράπεζα f
el. τράπεζα επαφών; ομάδα ηλεκτρονόμων
fin., IT τραπεζικός οργανισμός
industr. δυναμόμετρο m
law, min.prod. μπάγκος
mech.eng. σκελετός m; τραπέζι εργασίας
mun.plan. πάγκος m; παγκάκι; σκαμνί
transp. κάθισμα f
transp., tech., law κοίλωμα έδρασης; λεκάνη καθίσματος
bancos n
account. τράπεζες f
fin. Τράπεζες-λογαριασμοί βραχυπρόθεσμων υποχρεώσεων; μακροπρόθεσμες υποχρεώσεις-Τράπεζες
 Portuguese thesaurus
banco n
IT, el. bank
banco de barras de
: 1 phrase in 1 subject
General1