DictionaryForumContacts

   Portuguese
Google | Forvo | +
to phrases
balseiro adj.
agric. κάδος ζύμωσης; δοχείο οινοποίησης; δεξαμενή οινοποίησης
industr. μαστέλο
industr., construct. κάδος
balseiro
: 6 phrases in 3 subjects
Labor law1
Natural sciences3
Technology2