DictionaryForumContacts

   Portuguese
Google | Forvo | +
to phrases
baías adj.
environ. κόλπος; αποθήκη; διαμέρισμα; θάλαμος; στοά; φάτνωμα; φρέαρ; κόλπος/φάτνωμα/φρέαρ/στοά/θάλαμος/αποθήκη/διαμέρισμα
baia adj.
agric. ατομικό διαμέρισμα ζώου; διαμέρισμα; κλωβός; θέση ανάπαυσης; κλωβός ανάπαυσης
anim.husb. ιπποθέσιο
baía adj.
environ. κόλπος/φάτνωμα/φρέαρ/στοά/θάλαμος/αποθήκη/διαμέρισμα
baio adj.
nat.sc., agric. ερυθροκαστανόχρωμο άλογο
baías
: 32 phrases in 9 subjects
Agriculture7
Earth sciences1
Fish farming pisciculture2
General1
Industry3
Mechanic engineering6
Natural resourses and wildlife conservation8
Natural sciences2
Transport2