autoridade | |
fin. | Αρχή; εξουσιοδότηση |
law | αρμοδιότητες διοικητικού οργάνου; δημόσια εξουσία; κρατική εξουσία; αρχή; δημόσια υπηρεσία; δημόσια όργανα |
dê | |
earth.sc. | ηλεκτρόδιο σχήματος D |
| |||
Αρχή; εξουσιοδότηση | |||
εξουσία; αρμοδιότητες διοικητικού οργάνου; δημόσια εξουσία; κρατική εξουσία; αρχή; δημόσια υπηρεσία; δημόσια όργανα; εκτελεστική ισχύς νόμου; ισχύς νόμου |
autoridade comum de : 11 phrases in 4 subjects |
Construction | 4 |
General | 2 |
Information technology | 1 |
Law | 4 |