DictionaryForumContacts

   Portuguese
Google | Forvo | +
ativo de fácil acesso
fin. περιουσιακό στοιχείο ευχερώς προσπελάσιμο; περιουσιακό στοιχείο εύκολα ρευστοποιήσιμο; περιουσιακό στοιχείο που επιτρέπει την πρόσβαση