DictionaryForumContacts

   Portuguese
Google | Forvo | +
to phrases
aspirador adj.
el. ηλεκτρική σκούπα
environ. εξαεριστήρας
industr., construct. απορροφητήρας; μονάδα απορρόφησης
mech.eng. μεταφορέας δι'αναρρόφησης
med. αναρροφητήρας; εκκενωτής
tech., industr., construct. στραγγιστήρι με αναρρόφηση; απομακρυντής σκόνης; καθαριστήρας αέρα
transp. απορροφητικός ανεμιστήρας
aspirador
: 69 phrases in 13 subjects
Agriculture10
Construction1
Electronics21
Environment2
Fish farming pisciculture2
Industry7
Materials science1
Mechanic engineering3
Medical6
Municipal planning1
Natural sciences4
Technology10
Transport1