DictionaryForumContacts

   Portuguese
Google | Forvo | +
arrastadeira adj.
med. σκωραμίς; ειδικό κοπροδοχείο του αρρώστου; ουροδοχείο; ουροδοχείο για κλινήρεις ασθενείς; πάπια; σκωραμίδα