DictionaryForumContacts

   Portuguese
Google | Forvo | +
to phrases
aqueduto n
agric. ανοιχτός σωλήνας αποχετεύσεως
construct. πλακοσκεπής οχετός
environ. υδραγωγείο/υδαταγωγός
aquedutos n
environ. υδραγωγείο; υδαταγωγός; υδραγωγείο/υδαταγωγός
aqueduto
: 31 phrases in 3 subjects
Construction25
Mechanic engineering2
Medical4