DictionaryForumContacts

   Portuguese
Google | Forvo | +
to phrases
alimentador adj.
agric. συσκευή τροφοδότησης
commun. τροφοδοτικό στοιχείο; τροφοδότης διαρροής
cultur. διάταξη βαθμιαίας εκτυλίξεως
earth.sc., el. ομοαξονικό καλώδιο
el. σύνδεση τροφοδότησης
industr., construct., met. τροφοδότης υαλομάζας
mater.sc. φορτωτήρας
mater.sc., mech.eng. τροφοδότης
met. χοάνη έγχυσης; χοάνη χύτευσης; κατακόρυφο κανάλι τροφοδοσίας
stat., transp., el. αρτηρία τροφοδότησης; γραμμή τροφοδότησης; καλώδιο τροφοδότησης
alimentadorde cartões adj.
IT τροφοδότηση δελτίων
alimentador
: 143 phrases in 17 subjects
Agriculture25
Brazil1
Chemistry12
Communications14
Construction1
Earth sciences2
Electronics14
Forestry1
Industry28
Labor law1
Materials science2
Mechanic engineering8
Metallurgy6
Microsoft1
Statistics3
Technology17
Transport7