DictionaryForumContacts

   Portuguese
Google | Forvo | +
to phrases
afolhamento n
gen. αμειψισπορά; διαδοχή καλλιεργειών; εναλλαγή καλλιεργειών
agric. αμειψισπορά ή εναλλαγή καλλιεργειών
afolhamentos n
agric. γραμμική καλλιέργεια
afolhamento
: 3 phrases in 2 subjects
Agriculture2
Earth sciences1