dê | |
earth.sc. | ηλεκτρόδιο σχήματος D |
Direção | |
polit. | Διεύθυνση |
direção | |
Braz. comp., MS | κατεύθυνση; κωδικός κατεύθυνσης |
corp.gov. | ανώτερο διοικητικό στέλεχος |
IT tech. | διεύθυνση |
law econ. | γενική διεύθυνση |
life.sc. coal. | διεύθυνσις στρωμάτων |
transp. | διεύθυνση οχήματος; οδήγηση |