DictionaryForumContacts

   Portuguese
Google | Forvo | +
SCR piloto
el. οδηγός SCR; οδηγός ελεγχόμενος ανορθωτής ημιαγωγού; οδηγός ελεγχόμενος ανορθωτής πυριτίου; οδηγός θυρίστορ