DictionaryForumContacts

   Portuguese
Google | Forvo | +
to phrases
Friso n
comp., MS Κορδέλα
friso n
comp., MS κορδέλα
construct. τμήμα υπογείου διαφράγματος
industr., construct. διάζωμα
transp. σανίδωμα πλευρικό φορτηγού
transp., mech.eng. περιαυχένιο; φλάντζα; κορώνα; οδοντοτροχός
transp., tech., law πτέρνα; πτέρνα του ελαστικού; στεφάνη; στεφάνη ελαστικού; τακούνι; τσέρκι ελαστικού επισώτρου; χαλύβδινη επενδεδυμένη στεφάνη συγκράτησης ελαστικού επισώτρου; χείλος επισώτρου
Friso
: 25 phrases in 4 subjects
Agriculture2
Communications2
Mechanic engineering7
Transport14