DictionaryForumContacts

   Portuguese
Google | Forvo | +
to phrases
Cápsula n
gen. Καψάκιο
cápsula n
gen. περίβλημα
agric., food.ind. καψύλλιο; μεταλλικό πώμα; κάψουλα; πώμα κράουν
astronaut., transp., el. φαίριγκ; αεροδυναμικό κάλυμμα; κώνος ρύγχους; καλύπτρα; οπίσθιο ράμφος; πρόσθιο αεροδυναμικό κάλυμμα
commun. θήκη διαφράγματος
el. πακέτο εγκλεισμού; περίβλημα εγκλεισμού
industr., construct. πώμα-στεφάνι; καρύδι
mun.plan. επικάλυμμα πώματος φιάλης
nat.sc. κάψα; σπερματοθήκη
transp., avia. θαλαμίσκος συμπιεζόμενος
Cápsula
: 122 phrases in 17 subjects
Agriculture9
Chemistry2
Coal6
Communications1
Earth sciences4
Electronics5
General20
Health care4
Industry13
Materials science11
Mechanic engineering14
Medical23
Metallurgy1
Nuclear physics1
Pharmacy and pharmacology2
Technology2
Transport4