DictionaryForumContacts

   English
Google | Forvo | +
noun | verb | to phrases
yaw [jɔ:] n
comp., MS παρέκκλιση (A rotation in 3D space about the y-axis)
earth.sc., environ. δόνηση κατά την διεύθυνση του άξονα ζ
industr. ταλάντωση περί τον κατακόρυφο άξονα
transp., avia. διεύθυνση; πορεία; Εκτροπή
transp., nautic. στροφική οριζόντια κίνηση
transp., nautic., fish.farm. στροφική οριζόντια ταλάντωση
to yaw [jɔ:] n
commun., transp. να πλαγιολισθήσει; να στρίψει
transp. παροιακίζω
yaws [jɔ:z] n
med. τροπικό θήλωμα
yaw [jɔ:] v
transp., nautic. κάνω παρατιμονιάκν.; παροιακίζω
yawing ['jɔ:iŋ] v
gen. στροφή του ανεμοκινητήρα προς τη φορά του ανέμου
to yaw [jɔ:] v
transp. παρατιμονιάζω
yawing ['jɔ:iŋ] v
transp., avia. κίνηση εκτροπής; εξω-ολίσθηση
transp., nautic., fish.farm. στροφική οριζόντια ταλάντωση
 English thesaurus
yaw [jɔ:] n
mil. Lateral deviations from course of aircraft or vessel
YAW [jɔ:] abbr.
abbr., avia. Halifax Shearwater Airport, Halifax, Nova Scotia, Canada
abbr., inet. Yet Another Weblog
abbr., sport. Yet Another Win
yaw
: 58 phrases in 10 subjects
Astronautics7
Communications3
Earth sciences2
Electronics1
General1
Information technology11
Mechanic engineering7
Medical1
Physical sciences2
Transport23