DictionaryForumContacts

   English
Google | Forvo | +
wind engine ['wɪnd'enʤɪŋ]
energ.ind., mech.eng. αιολικός κινητήρας; κινητήρας που λειτουργεί με τη δύναμη του ανέμου; αεροκινητήρας
mech.eng. αιολικός τροχός