DictionaryForumContacts

   English
Google | Forvo | +
to phrases
whelk [welk] n
life.sc., fish.farm. γκουόνισσα (Buccinum undatum); μπουρού (Buccinum undatum)
nat.res., fish.farm. βούκινο (Buccinium undatum, Buccinum undatum)
whelks n
nat.sc., agric. στην πηγή που αναφέρεται στο πεδίο RF δεν υπάρχει ελληνική απόδοση (Busycon)
whelk
: 1 phrase in 1 subject
General1