DictionaryForumContacts

   English
Google | Forvo | +
to phrases
warrant ['wɔrənt] n
fin. πιστοποιητικό δικαιώματος αγοράς χρεογράφων με ευνοϊκούς όρους; πιστοποιητικό δικαιώματος ανάληψης μετοχών; πιστοποιητικό επιλογής
fin., busin., labor.org. πιστοποιητικό επιλογής; warrant
market. ενεχυρόγραφο; αποθετήριο
warrants n
account. ενεχυρόγραφα
 English thesaurus
warrant ['wɔrənt] n
fin. warrant
law court order, permit, writ; to guarantee the title to property; A court order telling an officer to do something
law, abbr. war.; wt
mil., abbr. war
tech., abbr. wrnt
warrant
: 79 phrases in 9 subjects
Criminal law1
Economy3
Finances56
General1
International trade1
Law9
Marketing6
Medical1
Transport1