DictionaryForumContacts

   English
Google | Forvo | +
to phrases
verge [vɜ:ʤ] n
industr., construct. λεπτή μεταλλική ράβδος; προεξοχή της στέγης πέρα του τοίχου
transp. έρεισμα
verge
: 12 phrases in 6 subjects
Agriculture4
Construction1
Industry1
Information technology1
Transport1
Work flow4