| |||
υδροτροχός μετά τυμπάνου | |||
τύμπανο | |||
| |||
τυμπανική κοιλότητα (cavitas tympani, cavitas tympanica); κοιλότητα μέσου ωτός (cavitas tympani, cavitas tympanica); τυμπανική μεμβράνη (membrana tympanica); τυμπανικός υμένας (membrana tympanica); τύμπανο (membrana tympanica); τύμπανο αφτιού (membrana tympanica) |
tympanum : 4 phrases in 1 subject |
Medical | 4 |