DictionaryForumContacts

   English
Google | Forvo | +
noun | adjective | to phrases
tympanum ['tɪmpənəm] n
mech.eng., construct. υδροτροχός μετά τυμπάνου
transp., construct. τύμπανο
tympanum ['tɪmpənəm] adj.
med. τυμπανική κοιλότητα (cavitas tympani, cavitas tympanica); κοιλότητα μέσου ωτός (cavitas tympani, cavitas tympanica); τυμπανική μεμβράνη (membrana tympanica); τυμπανικός υμένας (membrana tympanica); τύμπανο (membrana tympanica); τύμπανο αφτιού (membrana tympanica)
tympanum
: 4 phrases in 1 subject
Medical4