DictionaryForumContacts

   English
Google | Forvo | +
noun | verb | to phrases
treading ['tredɪŋ] n
food.ind. έκθλιψη; πάτημα
treading ['tredɪŋ] v
agric. έκθλιψη σταφυλών; πάτημα σταφυλών; σύνθλιψη; πάτημα
food.ind. σύνθλιψη; θραύση
tread [tred] v
industr., construct. σκαλοπάτι σκάλας
met., el. επιφάνεια ηλεκτρικής επαφής του δισκοειδούς ηλεκτροδίου
transp., chem. επιφάνεια κύλισης; πέλμα
transp., mech.eng. ίχνος επαφής πέλματος ελαστικού επισώτρου
treading
: 91 phrases in 8 subjects
Agriculture5
Construction2
General5
Industry27
Mechanic engineering3
Metallurgy1
Municipal planning2
Transport46