DictionaryForumContacts

   English
Google | Forvo | +
to phrases
topsoil ['tɔpsɔɪl] n
agric., construct. καλλιεργήσιμος γή; επιφανειακόν έδαφος; καλλιεργήσιμο στρώμα
transp. φυτικές γαίες
topsoil
: 4 phrases in 2 subjects
Agriculture3
Life sciences1