DictionaryForumContacts

   English
Google | Forvo | +
to phrases
time out [ˌtaɪm'aut]
commun. περίοδος αναμονής; προσωρινή διακοπή; τέλος χρόνου
commun., IT εξωχρονισμός; λήξη χρόνου
el. διακοπή; διάλειμμα
time-out ['taɪm'aut]
commun. τέλος χρόνου; εξωχρονισμός; νεκρός χρόνος; χρόνος αποσυνδέσεως; περίοδος αναμονής; προσωρινή διακοπή
comp., MS λήξη χρονικού ορίου (An event that occurs when a predetermined amount of time has elapsed without some other expected event or activity taking place)
el. διακοπή; διάλειμμα
 English thesaurus
time out [ˌtaɪm'aut]
commun. time out
time-out ['taɪm'aut]
commun. time out
time out
: 27 phrases in 10 subjects
Agriculture1
Chemistry1
Communications9
Electronics4
Energy industry1
Finances1
Information technology3
Materials science1
Microsoft5
Transport1