| |||
αδύνατο; αραιό | |||
| |||
μηχανικό αραίωμα; αραίωση | |||
αραίωμα | |||
| |||
λεπτή; λεπτό; λεπτός | |||
αδυνατισμένος; εξασθενημένος; ισχνός | |||
ισχνά (Having a font weight that corresponds to a weight class value of 100 according to the OpenType specification) | |||
αδύνατος | |||
| |||
μηχανή αραιώματος φυτών | |||
αραιωτικό; αραιωτικό μέσο; διαλύτης | |||
διαλυτικό | |||
διαλυτικό μέσο | |||
| |||
αραιώνω | |||
English thesaurus | |||
| |||
thn |
thin : 225 phrases in 28 subjects |