| |||
πυροσβεστικόν όχημα; βυτίο υγρής κοπριάς; βυτίο υγρού λιπάσματος; χωνί; δοχείο συγκέντρωσης σπόρου | |||
δεξαμενόπλοιο | |||
βυτίο | |||
όχημα-δεξαμενή; δεξαμενόπολοιο | |||
φορτηγό βυτιοφόρο | |||
δεξαμενοφόρο όχημα | |||
τάνκερ; πετρελαιοφόρο | |||
| |||
πετρελαιοφόρο (πλοίο) | |||
| |||
δεξαμενόπλοιο/πετρελαιοφόρο πλοίο | |||
| |||
βυτιοφόρο | |||
| |||
βυτιοφόρο φορτηγό | |||
English thesaurus | |||
| |||
tncr |
tanker : 76 phrases in 9 subjects |
Agriculture | 5 |
Energy industry | 1 |
Environment | 10 |
General | 1 |
Mechanic engineering | 1 |
Municipal planning | 1 |
Natural sciences | 1 |
Politics | 1 |
Transport | 55 |