DictionaryForumContacts

   English
Google | Forvo | +
to phrases
tanker ['tæŋkə] n
agric. πυροσβεστικόν όχημα; βυτίο υγρής κοπριάς; βυτίο υγρού λιπάσματος; χωνί; δοχείο συγκέντρωσης σπόρου
econ. δεξαμενόπλοιο
environ. βυτίο
transp. όχημα-δεξαμενή; δεξαμενόπολοιο
transp., agric., tech. φορτηγό βυτιοφόρο
transp., avia. δεξαμενοφόρο όχημα
transp., nautic. τάνκερ; πετρελαιοφόρο
tanker ship, A ship designed for bulk shipment of liquids or gases ['tæŋkə] n
environ. πετρελαιοφόρο (πλοίο)
tanker ship ['tæŋkə] n
environ. δεξαμενόπλοιο/πετρελαιοφόρο πλοίο
tanker truck, A truck designed for bulk shipment of liquids or gases ['tæŋkə] n
environ. βυτιοφόρο
tanker truck ['tæŋkə] n
environ. βυτιοφόρο φορτηγό
 English thesaurus
tanker ['tæŋkə] n
mil., abbr. tncr
tanker
: 76 phrases in 9 subjects
Agriculture5
Energy industry1
Environment10
General1
Mechanic engineering1
Municipal planning1
Natural sciences1
Politics1
Transport55