DictionaryForumContacts

   English
Google | Forvo | +
noun | adjective | to phrases
talus ['teɪləs] n
construct. πρανές; εύκαμπτος προστατευτικός τάπης
earth.sc. σωρός καταρρεύσαντος χώματος
earth.sc., geophys. σωρός χωμάτων
transp., construct. εξωτερικό πρανές; εσωτερικό πρανές
talus ['teɪləs] adj.
construct. κεκλιμένο μέτωπο από επίχωση
earth.sc. λιθώνας; πρανές προσχωμάτων; συντρίμματα
earth.sc., geophys. κολλουβιακές αποθέσεις
talus
: 15 phrases in 4 subjects
Earth sciences1
Life sciences1
Medical12
Transport1