DictionaryForumContacts

   English
Google | Forvo | +
to phrases
take up ['teɪk'ʌp]
industr., construct. βράχυνση του στημονιού κατά την ύφανση; συστολή του στημονιού κατά την ύφανση
take-up ['teɪkʌp]
industr., construct., chem. διάταξη συλλογής; συσκευή συλλογής δια περιτυλίξεως
take up
: 54 phrases in 17 subjects
Agriculture3
Astronautics1
Chemistry2
Communications3
Economy3
Education2
Electronics3
Finances2
General4
Industry11
Insurance1
Labor law2
Law5
Mechanic engineering6
Metallurgy1
Technology1
Transport4