DictionaryForumContacts

   English
Google | Forvo | +
to phrases
tailings ['teɪlɪŋz] n
agric. άγανο; έλυτρο; λέπυρο; απορρίμματα; σκύβαλα
environ. απορρίμματα από τη διαλογή της κριθής; απορρίμματα από τη διαλογή του κριθαριού; απορρίμματα κριθαριού; Υπολείμματα
 English thesaurus
tailings ['teɪlɪŋz] abbr.
abbr., met. tig
abbr., mining. tail.
tech., abbr. tlg
tailings
: 16 phrases in 6 subjects
Agriculture5
Chemistry2
Environment6
Industry1
Mechanic engineering1
Metallurgy1