DictionaryForumContacts

   English
Google | Forvo | +
noun | noun | adjective | to phrases
supervisor ['s(j)u:pəvaɪzə] n
forestr. επιστάτης; πρωτομάστορας; επιβλέπων
supervisor ['s(j)u:pəvaɪzə] n
gen. συνοδός περιφρούρησης
commun., el. επόπτης δικτύου
econ. εργοδηγός
IT διευθύνον πρόγραμμα; εποπτεύον πρόγραμμα
lab.law. χειριστής μηχανών στεγνοκαθαρίσματος; προïστάμενος εγκαταστάσεως και συσκευών βιομηχανίας τροφίμων και ποτών
law επίτροπος ανηλίκων
stat. επόπτης; επιθεωρητής
supervisor ['s(j)u:pəvaɪzə] adj.
gen. ανώτερος
 English thesaurus
supervisor ['s(j)u:pəvaɪzə] abbr.
abbr. super (Val_Ships)
abbr., IT supvr
tech., abbr. suprv
supervisor
: 45 phrases in 12 subjects
Banking6
Commerce1
Communications8
Economy2
Finances8
Forestry1
General11
Government, administration and public services1
Information technology3
Law1
Microsoft1
Transport2