DictionaryForumContacts

   English
Google | Forvo | +
noun | verb | to phrases
sucker ['sʌkə] n
gen. ψώνιο
agric., industr. βλαστός δεύτερης βλάστησης
industr., construct., chem. Aναρροφητήρας
med. μυζητήρας; προβοσκίδα εντόμου; όργανο προσκόλλησης; προβοσκίδα; αναρροφητήρας; όργανο αναρρόφησης
nat.sc. ριζοβλάστημα (sarmentum); παραβλάστημα (sarmentum)
nat.sc., agric. ψύλλα (Psylla); λαίμαργος; μεσοκάρδιος βλαστός; παραφυάς
suckers n
fish.farm. κατωστομίδες (Catostomidae); γατοστόματα (Catostomidae)
to sucker ['sʌkə] n
nat.sc. πετώ βλαστάρια
to sucker ['sʌkə] v
nat.sc. βγάζω παραβλάσταρα
suckering v
agric., industr. ξεμασχάλισμα
 English thesaurus
sucker ['sʌkə] n
slang be deceived (Don't be a sucker)
sucker
: 38 phrases in 7 subjects
Agriculture6
Fish farming pisciculture2
Industry3
Mechanic engineering2
Medical4
Natural sciences20
Transport1