DictionaryForumContacts

   English
Google | Forvo | +
to phrases
sticker ['stɪkə] n
gen. αυτοκόλλητη ετικέτα
agric., chem. προσκολλητική ουσία
agric., industr., construct. ράβδος,τάκος,βελόνη
earth.sc., chem. προσκολλητικόν μέσον
immigr., tech. αυτοκόλλητο
industr., construct., met. χαλκομανία
med. ο πραγματοποιών την αφαίμαξη
transp. αυτοκόλλητο σήμα τέλους κυκλοφορίας
transp., met. άμμος κολλημένη στο πρότυπο χύτευσης
sticker
: 14 phrases in 9 subjects
Agriculture1
General1
Hobbies and pastimes1
Immigration and citizenship2
Industry4
Metallurgy1
Natural sciences1
Taxes2
Transport1