DictionaryForumContacts

   English
Google | Forvo | +
station restriction from trunk
commun., IT φραγή προς στα έξω; περιορισμός προς στα έξω; περιορισμός σταθμού από ζεύξεις
station restriction from trunks
IT περιορισμός σταθμού από ζεύξεις