DictionaryForumContacts

   English
Google | Forvo | +
to phrases
stanchion ['stɑ:nʃ(ə)n] n
agric. μεταλλικό περιλαίμιο
agric., industr., construct. δόγα,ντούγα
transp., construct. στύλος; κίων; κολόνα; στήλη
transp., mech.eng. μπουντέλι; ορθοστάτης; υποστήριγμα; αντηρίδα; στυλίδιο
stanchion
: 36 phrases in 6 subjects
Agriculture8
Chemistry1
Construction2
Fish farming pisciculture1
Mechanic engineering4
Transport20