DictionaryForumContacts

   English
Google | Forvo | +
squarrose ['skwærəus,'skwɔrəus] adj.
med. λεπιδοειδής; πλακώδης; φολιοειδής; λεπιδώδης; λεπιδωτός; φολιδώδης; φολιδωτός