DictionaryForumContacts

   English
Google | Forvo | +
to phrases
sprout [spraut] v
agric. φυσητήρ; ανάπτυξη
med. βλαστάρι; βλαστός; παραβλάσταρο; βλαστάνω βλάστησα; φυτρώνω φύτρωσα; ξεπετώ ξεπέταξα
sprouting v
agric. βλάστηση; παραβλάστηση
nat.sc. βλάστημα
nat.sc., life.sc., agric. φυτρώνω
to sprout [spraut] v
agric. κεντρίζω
nat.sc. βλαστάνω; ξεφυτρώνω
sprout
: 33 phrases in 5 subjects
Agriculture23
Environment1
Forestry1
Natural sciences6
Statistics2