DictionaryForumContacts

   English
Google | Forvo | +
to phrases
spot welding ['spɔt'weldɪŋ]
astronaut., transp. Συγκόλληση κατά σημεία
industr. σημειακή συγκόλληση
spot weld ['spɒtˌweld]
immigr., tech. συγκόλληση κατά σημεία
industr., construct., chem. συγκόλληση σε σημεία,όχι σε συνεχή γραμμή
to spot-weld
mater.sc., met. συγκολλώ κατά σημεία
spot-weld
: 35 phrases in 3 subjects
Industry2
Materials science1
Metallurgy32