DictionaryForumContacts

   English
Google | Forvo | +
noun | verb | to phrases
spoil [spɔɪl] n
agric., construct. μπάζα; περιττά χώματα
commun. φθείρω,καταστρέφω,χαλώ το χαρτί
construct. περισσεύματα εκχωματώσεως
life.sc., agric., construct. πλεονάζοντα προϊόντα εκσκαφής
transp. προϊόν εκσκαφής
spoils [spɔɪlz] n
commun. πρόσθετα τυπογραφικά φύλλα για συμπλήρωση κακεκτύπων
spoil [spɔɪl] v
gen. χαλώ
commun. λερώνω,βρωμίζω,ρυπαίνω το χαρτί
spoiling v
industr., construct., chem. βλάβη από μετακίνηση πλαστικοποιητή
spoil
: 26 phrases in 5 subjects
Agriculture2
Construction1
Environment11
General1
Transport11