DictionaryForumContacts

   English
Google | Forvo | +
noun | verb | to phrases
spacing ['speɪsɪŋ] n
agric. απόσταση μεταξύ των γραμμών
spacings n
transp., construct. ανοίγματα
spacing ['speɪsɪŋ] v
agric. φυτευτικός σύνδεσμος; απόσταση μεταξύ των πρέμνων
commun. αραίωση; τοποθέτηση κατά διαστήματα; το μεταξύ δύο στίχων διάστημα
el. απόσταση
met., construct. απόσταση των κέντρων
transp. χωρικός διαχωρισμός
 English thesaurus
spacing ['speɪsɪŋ] n
expl. spacing in drilling
SPACING ['speɪsɪŋ] n
mil. Space Processing and Collection Internals Group
spacing
: 256 phrases in 24 subjects
Agriculture46
Chemistry5
Coal2
Commerce1
Communications18
Construction6
Earth sciences7
Electronics42
Forestry3
General7
Industry5
Information technology28
Life sciences3
Materials science1
Mechanic engineering14
Medical4
Metallurgy4
Microsoft5
Municipal planning1
Natural resourses and wildlife conservation1
Natural sciences2
Statistics5
Technology4
Transport42