DictionaryForumContacts

   English
Google | Forvo | +
to phrases
spacer ['speɪsə] n
el. υποστήριγμα διατηρήσεως των αποστάσεων για πολύκλωνους αγωγούς; αποστάτης
industr. Oδηγός Aπόστασης στα Φιαλοειδή
industr., construct. τεμάχιο διαχωρισμού; τεμάχιο απόστασης
mech.eng. διαχωριστικό; αυλός διάστασης; δακτύλιος απόστασης; κάλυμμα
med. διαχωριστής; μεσοδιάστημα; διαχωριστική αλληλουχία
met., mech.eng. αμφιδέτηση ακροφυσίου; ενδιάμεσο ακροφύσιο; μεσόζευγμα ακροφυσίου
transp. ενδιάμεσος δακτύλιος; τάκος; δακτύλιος; διαστημοδακτύλιος; λεπτή προσθήκη; σφήνα
spacers n
agric., construct. διαχωριστήρες
spacer
: 44 phrases in 10 subjects
Chemistry1
Coal1
Communications1
Construction1
Electronics5
Industry4
Materials science1
Mechanic engineering17
Medical12
Transport1