Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
English
⇄
Arabic
Bulgarian
Chinese
Czech
Danish
Dutch
Finnish
French
German
Greek
Hungarian
Italian
Japanese
Lithuanian
Norwegian
Norwegian Bokmål
Polish
Portuguese
Romanian
Russian
Serbian
Serbian Latin
Slovak
Spanish
Swedish
Ukrainian
G
o
o
g
l
e
|
Forvo
|
+
to phrases
spacer
['speɪsə]
n
el.
υποστήριγμα διατηρήσεως των αποστάσεων για πολύκλωνους αγωγούς
;
αποστάτης
industr.
Oδηγός Aπόστασης στα Φιαλοειδή
industr., construct.
τεμάχιο διαχωρισμού
;
τεμάχιο απόστασης
mech.eng.
διαχωριστικό
;
αυλός διάστασης
;
δακτύλιος απόστασης
;
κάλυμμα
med.
διαχωριστής
;
μεσοδιάστημα
;
διαχωριστική αλληλουχία
met., mech.eng.
αμφιδέτηση ακροφυσίου
;
ενδιάμεσο ακροφύσιο
;
μεσόζευγμα ακροφυσίου
transp.
ενδιάμεσος δακτύλιος
;
τάκος
;
δακτύλιος
;
διαστημοδακτύλιος
;
λεπτή προσθήκη
;
σφήνα
spacers
n
agric., construct.
διαχωριστήρες
spacer
:
44 phrases
in 10 subjects
Chemistry
1
Coal
1
Communications
1
Construction
1
Electronics
5
Industry
4
Materials science
1
Mechanic engineering
17
Medical
12
Transport
1
The server is undergoing maintenance and the site is working in read-only mode. Please check back later.">
Add
|
The server is undergoing maintenance and the site is working in read-only mode. Please check back later.">
Report an error
|
Get short URL
|
Language Selection Tips