DictionaryForumContacts

   English
Google | Forvo | +
noun | adjective
sloe [sləu] n
med. αγκαθωτός βάτος; μαυραγκαθιά; ράμνος
sloe [sləu] adj.
agric. αγριοκορόμηλο
life.sc., agric. καρπός τσαπουρνιάς, τσάπουρνο (-)
nat.res., agric. αγριοδαμάσκηνο; δαμάσκηνο
nat.sc., forestr. προύμνη η ακανθώδης (Prunus spinosa)
 English thesaurus
SLOE [sləu] n
mil. special list of equipment