DictionaryForumContacts

   English
Google | Forvo | +
noun | verb | adjective | to phrases
slicks n
life.sc. τόποι μειωμένης πιέσεως μεμβράνης
slicking ['slikiŋ] v
met. λείανση
slick [slɪk] adj.
environ. επιφανειακή μεμβράνη
met. λειαίνω; λειαντικό εργαλείο
slicker ['slɪkə] adj.
agric. ξύλινος ισοπεδωτής
nat.res. ψαράκι (Lepisma saccharina)
 English thesaurus
slick [slɪk] adj.
inf. cool (chronik)
O&G slickenside
slick
: 8 phrases in 4 subjects
Energy industry3
Environment3
Industry1
Life sciences1