DictionaryForumContacts

   English
Google | Forvo | +
to phrases
slashing ['slæʃɪŋ] adj.
agric. εκθάμνωσις
industr., construct. κολλάρισμα; κοπή κατ'εγκάρσια διεύθυνση
slashing
: 3 phrases in 2 subjects
Industry1
Technology2